Ο Γιάννης που δεν κάνει
Μια φορά και έναν καιρό –νομίζω ήταν Νοέμβρης- ακούστηκε μια μακρόσυρτη μουσική στο κινητό μου. Είχα ξεχάσει να το κλείσω και οι μαθητές στο διάλειμμα γέλασαν με τον αστείο ήχο που είχα επιλέξει.
Εκείνη την εποχή είχαμε βάλει στοίχημα με τον φίλο μου και συνεργάτη Βασίλη Μανασή να φτιάξουμε από το μηδέν την καλύτερη ομάδα βόλεϊ ανδρών της ιστορίας με έδρα το Περιστέρι. Είχαμε πολλά ωραία πλάσει στο μυαλό μας. Ένας μέρος του πλάνου ήταν να ανακαλύπτουμε νεαρά ψηλά (απαραίτητο για το βόλεϊ) και αθλητικά αγόρια που να ήθελαν να διακριθούν στη ζωή τους μέσω αυτού του παιχνιδιού.
Σε μια περίοδο που το μπάσκετ μεσουρανούσε, έπρεπε αντί να περιμένουμε να μας έρθουν στο γήπεδο οι "δυσεύρετοι ψηλοί" να πάμε εμείς σε αυτούς. Έτσι με πρόγραμμα και υπομονή σαρώσαμε τα Γυμνάσια της Δυτικής Αθήνας αξιοποιώντας όλα τα δικά μας εργασιακά κενά, καθότι και οι δυο ήμασταν εκπαιδευτικοί.
Μας είχε γίνει έμμονη ιδέα –όνειρο ήταν αυτό- και εντείναμε τις αναζητήσεις ακόμα και στις παρελάσεις των εθνικών εορτών. Βρήκαμε εξαιρετική την ιδέα να βρίσκεις μαζεμένα όλα τα ψηλά αγόρια όλων των σχολείων στην αφετηρία της υπαίθριας μάζωξης.
Για πρακτικούς λόγους –μεγάλος αριθμός σχολείων- οι επισκέψεις εκεί γίνονταν κατά μόνας. Αν βρίσκαμε λαυράκι αμέσως, έπεφτε τηλέφωνο του ενός στον άλλο. Ιδού και το τηλέφωνο με τον αστείο ήχο λοιπόν. Αφού μπήκα τρέχοντας στο γραφείο να ξεφύγω από τις ματιές και τα αυτιά των μαθητών, επιτέλους απάντησα στην επιμονή του Βασίλη:
"Λεωνίδα, εντόπισα ένα παιδάκι στη Β’ γυμνασίου στο 54ο Γυμνάσιο Σεπολίων. Είναι έγχρωμος και με εκπληκτικό σωματότυπο. Σε κίνηση άπιαστος, "κατάπινε" τρέχοντας το προαύλιο σε δευτερόλεπτα. Τον ρώτησα αν θα ήθελε να παίξει βόλεϊ και, αφού μου είπε ότι συμφωνεί, το μόνο που με ρώτησε ήταν "κοστίζει κάτι;'! Όταν βεβαιώθηκε ότι δεν θα πληρώνει, μου έδωσε το τηλέφωνο του πατέρα του να συνεννοηθούμε. Πολύ καλό παιδάκι, με το χαμόγελο στα χείλη. Μόνο ένας εκπαιδευτικός μου "γκρίζαρε" λίγο την εικόνα, αφού μου είπε: Αστον αυτόν, δεν κάνει. Είναι υπερκινητικός και δεν συγκεντρώνεται, δεν κάνει για ομαδικό άθλημα"
"Βασίλη εσύ τι λες", τον ρώτησα;
"Λεωνίδα, είναι σούπερ το παιδί και κυρίως με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Η διαίσθησή μου δεν με αφήνει για δεύτερες σκέψεις".
"Πάμε λοιπόν, προχωράμε", είπαμε με ένα στόμα, κλείσαμε τη γραμμή και επέστρεψα με χαρά και προσδοκία στο διάλειμμα!
Ο Βασίλης προχώρησε άμεσα στο παρασύνθημα.
Τα πρώτα τηλέφωνα προς τον μπαμπά Τσαρλς έγιναν χωρίς να υπάρχει ανταπόκριση, είτε κλειστό ήταν, είτε δεν είχε καλό σήμα και η συνεννόηση μηδενική. Όταν ο Βασίλης ξαναπέρασε από το σχολείο ο Γιάννης δικαιολόγησε τον μπαμπά του ότι είχε τρεχάματα και έννοιες, αφού είχε χάσει τη θέση του στη λαϊκή και έτρεχε στα πανηγύρια με τους πάγκους για να βρει μεροκάματο.
Πού έννοια να μιλάει στα τηλέφωνα ο άνθρωπος για ήσσονος σημασίας θέματα.
Προσπάθησε και πάλι ο Βασίλης αλλά επειδή εκ νέου δεν βρήκε διαθέσιμο τον κο Τσάρλς, το ενδιαφέρον ατόνησε και κάποτε ο δεκατριάχρονος για το βόλεϊ ξεχάστηκε.
Ο Γιάννης όμως φαίνεται πως βρήκε τον δρόμο του. Για κάποιον καλό λόγο, ένας άλλος άνθρωπος ενός άλλου αθλήματος βρήκε επιτέλους τον μπαμπά Τσαρλς, πήρε την έγκριση και τον πήγε στον Τρίτωνα και μετά στον Φιλαθλητικό για να ξεκινήσει, όχι βόλεϊ αλλά μπάσκετ.
Από τις άσημες ομάδες κάποιος άλλος τον ανακάλυψε και τον πρότεινε στους Αμερικανούς ειδήμονες και από εκεί να και το άλμα στο καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου και σήμερα καμαρωτός στην ελιτ των αθλητών του κόσμου, με το υψηλότερο συμβόλαιο της ιστορίας του επαγγελματικού μπάσκετ.
Δεν είναι μόνο το ταλέντο, δεν είναι μόνο η εργασία αλλά και το πόσες τύχες είχε μαζί του ο άνθρωπος για να γλιτώσει είτε από καλοπροαίρετα διλήμματα σαν τα δικά μας τηλέφωνα, είτε από ανθρώπους, όπως ο εκπαιδευτικός που πρόλαβε να του βάλει ταμπέλα από τα δεκατρία.
Αλλά και άλλες τύχες ενώθηκαν για χάρη του, που τις έφεραν όσοι αφιερώθηκαν σε κείνον, τον στήριξαν και τον ενέπνευσαν, όταν δεν είχε ούτε να φάει, όπως ο ίδιος ομολογεί. Τις συγκυρίες της τύχης τις πήγε έως τον ουρανό, με τη δική του αφοσίωση στο όνειρο και όλη την ποιότητα εργασίας του.
Πρέπει όλα να συνωμοτήσουν και τα καλά και τα φαινομενικά κακά, για να αποκαλυφθεί αυτό το θαύμα της επιτυχίας. Όλα συνωμοτούν για την μεγάλη στιγμή, είναι κάτι σαν τον πρώτο αριθμό του λαχείου αλλά ένα εκατομμύριο φορές δυσκολότερο να το πετύχεις.
Να μην αγχώνονται όσοι θέλουν να είναι στη θέση του και δεν το έχουν καταφέρει ακόμα. Το θέμα σε αυτή τη ζωή είναι να ψάχνεις το λαχείο σου, ακόμα και στις άτυχές σου στιγμές και ημέρες. Ακόμα και τότε, μην βάζεις ταμπέλες, κανείς δεν ξέρει. Το όνειρο μπορεί να αναπνέει σε κάθε γωνιά της ύπαρξής σου, υποδέξου το με καλή διάθεση, όπως του αξίζει.
Ο μαθητής Γιάννης, ήταν ο Γιάννης Αντετοκούνμπο.
Και ο μπαμπάς Τσαρλς, που τότε δεν προλάβαινε να σηκώνει τηλέφωνα, ήταν ο συγχωρεμένος πια Τσαρλς Αντετοκούνμπο. Είχε πιο σημαντικά πράγματα να κάνει, είχε να θρέψει την οικογένειά του.
Εκείνη την εποχή είχαμε βάλει στοίχημα με τον φίλο μου και συνεργάτη Βασίλη Μανασή να φτιάξουμε από το μηδέν την καλύτερη ομάδα βόλεϊ ανδρών της ιστορίας με έδρα το Περιστέρι. Είχαμε πολλά ωραία πλάσει στο μυαλό μας. Ένας μέρος του πλάνου ήταν να ανακαλύπτουμε νεαρά ψηλά (απαραίτητο για το βόλεϊ) και αθλητικά αγόρια που να ήθελαν να διακριθούν στη ζωή τους μέσω αυτού του παιχνιδιού.
Σε μια περίοδο που το μπάσκετ μεσουρανούσε, έπρεπε αντί να περιμένουμε να μας έρθουν στο γήπεδο οι "δυσεύρετοι ψηλοί" να πάμε εμείς σε αυτούς. Έτσι με πρόγραμμα και υπομονή σαρώσαμε τα Γυμνάσια της Δυτικής Αθήνας αξιοποιώντας όλα τα δικά μας εργασιακά κενά, καθότι και οι δυο ήμασταν εκπαιδευτικοί.
Μας είχε γίνει έμμονη ιδέα –όνειρο ήταν αυτό- και εντείναμε τις αναζητήσεις ακόμα και στις παρελάσεις των εθνικών εορτών. Βρήκαμε εξαιρετική την ιδέα να βρίσκεις μαζεμένα όλα τα ψηλά αγόρια όλων των σχολείων στην αφετηρία της υπαίθριας μάζωξης.
Για πρακτικούς λόγους –μεγάλος αριθμός σχολείων- οι επισκέψεις εκεί γίνονταν κατά μόνας. Αν βρίσκαμε λαυράκι αμέσως, έπεφτε τηλέφωνο του ενός στον άλλο. Ιδού και το τηλέφωνο με τον αστείο ήχο λοιπόν. Αφού μπήκα τρέχοντας στο γραφείο να ξεφύγω από τις ματιές και τα αυτιά των μαθητών, επιτέλους απάντησα στην επιμονή του Βασίλη:
"Λεωνίδα, εντόπισα ένα παιδάκι στη Β’ γυμνασίου στο 54ο Γυμνάσιο Σεπολίων. Είναι έγχρωμος και με εκπληκτικό σωματότυπο. Σε κίνηση άπιαστος, "κατάπινε" τρέχοντας το προαύλιο σε δευτερόλεπτα. Τον ρώτησα αν θα ήθελε να παίξει βόλεϊ και, αφού μου είπε ότι συμφωνεί, το μόνο που με ρώτησε ήταν "κοστίζει κάτι;'! Όταν βεβαιώθηκε ότι δεν θα πληρώνει, μου έδωσε το τηλέφωνο του πατέρα του να συνεννοηθούμε. Πολύ καλό παιδάκι, με το χαμόγελο στα χείλη. Μόνο ένας εκπαιδευτικός μου "γκρίζαρε" λίγο την εικόνα, αφού μου είπε: Αστον αυτόν, δεν κάνει. Είναι υπερκινητικός και δεν συγκεντρώνεται, δεν κάνει για ομαδικό άθλημα"
"Βασίλη εσύ τι λες", τον ρώτησα;
"Λεωνίδα, είναι σούπερ το παιδί και κυρίως με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Η διαίσθησή μου δεν με αφήνει για δεύτερες σκέψεις".
"Πάμε λοιπόν, προχωράμε", είπαμε με ένα στόμα, κλείσαμε τη γραμμή και επέστρεψα με χαρά και προσδοκία στο διάλειμμα!
Ο Βασίλης προχώρησε άμεσα στο παρασύνθημα.
Τα πρώτα τηλέφωνα προς τον μπαμπά Τσαρλς έγιναν χωρίς να υπάρχει ανταπόκριση, είτε κλειστό ήταν, είτε δεν είχε καλό σήμα και η συνεννόηση μηδενική. Όταν ο Βασίλης ξαναπέρασε από το σχολείο ο Γιάννης δικαιολόγησε τον μπαμπά του ότι είχε τρεχάματα και έννοιες, αφού είχε χάσει τη θέση του στη λαϊκή και έτρεχε στα πανηγύρια με τους πάγκους για να βρει μεροκάματο.
Πού έννοια να μιλάει στα τηλέφωνα ο άνθρωπος για ήσσονος σημασίας θέματα.
Προσπάθησε και πάλι ο Βασίλης αλλά επειδή εκ νέου δεν βρήκε διαθέσιμο τον κο Τσάρλς, το ενδιαφέρον ατόνησε και κάποτε ο δεκατριάχρονος για το βόλεϊ ξεχάστηκε.
Ο Γιάννης όμως φαίνεται πως βρήκε τον δρόμο του. Για κάποιον καλό λόγο, ένας άλλος άνθρωπος ενός άλλου αθλήματος βρήκε επιτέλους τον μπαμπά Τσαρλς, πήρε την έγκριση και τον πήγε στον Τρίτωνα και μετά στον Φιλαθλητικό για να ξεκινήσει, όχι βόλεϊ αλλά μπάσκετ.
Από τις άσημες ομάδες κάποιος άλλος τον ανακάλυψε και τον πρότεινε στους Αμερικανούς ειδήμονες και από εκεί να και το άλμα στο καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου και σήμερα καμαρωτός στην ελιτ των αθλητών του κόσμου, με το υψηλότερο συμβόλαιο της ιστορίας του επαγγελματικού μπάσκετ.
Δεν είναι μόνο το ταλέντο, δεν είναι μόνο η εργασία αλλά και το πόσες τύχες είχε μαζί του ο άνθρωπος για να γλιτώσει είτε από καλοπροαίρετα διλήμματα σαν τα δικά μας τηλέφωνα, είτε από ανθρώπους, όπως ο εκπαιδευτικός που πρόλαβε να του βάλει ταμπέλα από τα δεκατρία.
Αλλά και άλλες τύχες ενώθηκαν για χάρη του, που τις έφεραν όσοι αφιερώθηκαν σε κείνον, τον στήριξαν και τον ενέπνευσαν, όταν δεν είχε ούτε να φάει, όπως ο ίδιος ομολογεί. Τις συγκυρίες της τύχης τις πήγε έως τον ουρανό, με τη δική του αφοσίωση στο όνειρο και όλη την ποιότητα εργασίας του.
Πρέπει όλα να συνωμοτήσουν και τα καλά και τα φαινομενικά κακά, για να αποκαλυφθεί αυτό το θαύμα της επιτυχίας. Όλα συνωμοτούν για την μεγάλη στιγμή, είναι κάτι σαν τον πρώτο αριθμό του λαχείου αλλά ένα εκατομμύριο φορές δυσκολότερο να το πετύχεις.
Να μην αγχώνονται όσοι θέλουν να είναι στη θέση του και δεν το έχουν καταφέρει ακόμα. Το θέμα σε αυτή τη ζωή είναι να ψάχνεις το λαχείο σου, ακόμα και στις άτυχές σου στιγμές και ημέρες. Ακόμα και τότε, μην βάζεις ταμπέλες, κανείς δεν ξέρει. Το όνειρο μπορεί να αναπνέει σε κάθε γωνιά της ύπαρξής σου, υποδέξου το με καλή διάθεση, όπως του αξίζει.
Ο μαθητής Γιάννης, ήταν ο Γιάννης Αντετοκούνμπο.
Και ο μπαμπάς Τσαρλς, που τότε δεν προλάβαινε να σηκώνει τηλέφωνα, ήταν ο συγχωρεμένος πια Τσαρλς Αντετοκούνμπο. Είχε πιο σημαντικά πράγματα να κάνει, είχε να θρέψει την οικογένειά του.