Η αναγνώριση της πίτσας
Με το παιχνίδι, πέρασε η ώρα και τα λιοντάρια μου πείνασαν. Και όταν πεινούν αρσενικά λιοντάρια (14+7 ετών) δεν έχεις και πολλά λόγια να πεις, μετρούν οι πράξεις σου, ειδικά όταν η μαμά μας αργεί στην εργασία. Η ντρίπλα της πίτσας πέρασε με ενθουσιασμό.
Για την επιλογή ούτε ερώτημα, εννοείται μόνο μαργαρίτα θέλουν, λες και όλες οι άλλες πίτσες είναι πασπαλισμένες με τυρί από μίασμα.
Η ώρα της αναμενόμενης αναμονής (30-40 λεπτά) πέρασε απελπιστικά αργά και μαζί κλιμακώθηκαν οι βρυχηθμοί: «πότε επιτέλους θα φάμε ρε μπαμπά, κοντεύει ήδη μια ώρα» (για την ακρίβεια 45΄ ήταν, παίζαμε μόνο 5 λεπτά καθυστερήσεις). Στο επόμενο δευτερόλεπτο ο θεός της πίτσας έστειλε το σημάδι του, διαλύοντας με ένα κουδούνι την απειλή λιντσαρίσματος, σκορπώντας απλόχερα τη χαρά στο σπίτι. Έτσι είναι αυτά τα κουδούνια, αξίζουν διπλάσια και βάλε από το ίδιο το προϊόν του delivery.
Η χαρά του θεϊκού κουδουνίσματος δεν κράτησε πολύ.
Το χάρτινο πιτσοκαπάκι των 12 τεμαχίων άνοιξε βιαίως, πριν καν προλάβουν να σκουπίσουν οι λέοντες τα μoυσκεμένα από το υποτυπώδες πλύσιμο χέρια τους (το τελευταίο εμπόδιο πριν την πρώτη δαγκωνιά). Η μάχη της τελικής ευθείας πάντα σε κρατά ανήσυχο αν βλέπεις live το έργο. Αυτό που μαζί πλένουν, μαζί σκουπίζουν (είπαμε υποψία) μαζί τρέχουν (κολλημένοι πλάι πλάι και όπως όπως) προς το έπαθλο και διαγκωνιζόμενοι ανοίγουν το καπάκι με 4 χέρια, αν το ξέρετε, καταλαβαίνετε, αν όχι φανταστείτε το.
Μένεις εσύ ν΄ ακούς τη βρύση που παίζει μονότονη μουσική, επειδή κανένας δεν πρόλαβε να την κλείσει. Δίνεις τόπο στη οργή, πας μόνος και κλείνεις, είναι ιερή η ώρα αντάμωσης με τη πίτσα, σκέφτεσαι και τους δικαιολογείς. Αν θες πάντα βρίσκεις μια δικαιολογία.
Μεγάλο πρόβλημα:
«Τιιιιιιι? Ρε μπαμπά, τιιιι είναι αυτή η πίτσα! Δεν παρήγγειλες μαργαρίτα? Αυτή η αηδία είναι σπέσιααααλ, ποιος νουμπάς (μετάφραση: τιποτένιος που ΄λεγαν οι παλιοί και ένας θείος μου, καλή του ώρα) το έκανε»;
Η δεύτερη απειλή λιντσαρίσματος είναι πιο ισχυρή, μόνο η εμπειρία με σώνει. Οι άνθρωποι δυο πράγματα δεν αντέχουν. Την απώλεια και την αλλαγή. Και δεν είναι ώρα για αλλαγές ειδικά στη γεύση τώρα που τα λιοντάρια ίσα που κρατούν τα σάλια τους, εντός στοματικής κοιλότητας!
Εν μέσω σχετικής έντασης, παίρνω δύναμη από το πουθενά και συστήνω ψυχραιμία: «ηρεμήστε ρε, να πάρουμε τηλέφωνο να μάθουμε πως έγινε το λάθος.»
-Εγώ: «Γεια σας! Περιμέναμε μια πίτσα αρκετή ώρα και τώρα που ανοίξαμε είδαμε ότι δεν ήταν η μαργαρίτα που ζητήσαμε, αλλά μία σπέσιαλ που τα παιδιά δεν αγγίζουν". Το τελευταίο μάλλον ήταν περιττό να ειπωθεί αφού οι αποδοκιμασίες έπαιζαν διαπασών
Μικρή παύση από την άλλη μεριά. Ακολούθησε η λιτή απάντηση:
-"Ωχ κύριε συγγνώμη, θα σας στείλουμε αμέσως (άλλα 50 λεπτά, υπολογίζω στα γρήγορα) μια πίτσα μαργαρίτα" και συνέχισε με βόμβα: "μπορώ να καταλάβω ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσατε να πάθετε"
-Εγώ: "Ορίστε;" Κάπως σοκαρίστηκα με το τελευταίο, ακόμα ηχεί στ΄ αυτιά μου.
"Ε, εδώ που τα λέμε όχι και το χειρότερο, υπάρχουν κι άλλα χειρότερα που θα μπορούσαμε να είχαμε πάθει» έκανα ρελάνς και ξεκίνησα να σκέφτομαι από τα ελαφριά για να προλάβει η σκέψη μου σε ένα δευτερόλεπτο να πηδήξει ως καγκουρό και στα βαριά επεισόδια. Έτσι είναι οι σκέψεις, τρέχουν σαν τον ήχο, ειδικά στο κακό.
-"Καλά το χειρότερο θα ήταν αν δεν σας τη φέρναμε καθόλου" ολοκλήρωσε ο τύπος. Ευτυχώς δεν έφτασε τη σκέψη του εκεί που σκαρφάλωσε η δική μου.
Πάλι αστόχησες φίλε, σκέφτηκα από μέσα μου αν νομίζεις οτι αυτό ήταν το χειρότερο που θα μπορούσε να μου συμβεί. Αρκέστηκα να κλείσω το πινγκ πονγκ με τα χειρότερα που θα μπορούσαν να μας συμβούν και αφού πήρα μια υπόσχεση δωρεάν μαργαρίτας για την επόμενη ημέρα, έκλεισα.
Η σπέσιαλ εφαγώθη, με συνοπτικές διαδικασίες, θεατρικές αναγούλες και κατάρες. Μιλάμε για Πείνα..
Στα μαζέματα, κάπου διέκρινα ανέγγιχτο ένα κομμάτι που πάνω στην αναμπουμπούλα γλίτωσε. Το τσάκωσα στον αέρα. Ήταν η πιο γευστική μπουκιά που είχα δοκιμάσει στη ζωή μου, αντιλαμβανόμενος πως ήμουν ζωντανός σε ένα ζεστό σπίτι, με υγιή παιδιά, ικανός να τους προσφέρω μια πίτσα 12 τεμαχίων.
Από εκείνο το βράδυ, σκέφτομαι οι πίτσες να είναι μια υπενθύμιση γιορτής, ένα κουδούνι χαράς στο σπίτι. Να είναι το καλύτερο που συμβαίνει στη ζωή μου εκείνη την ώρα, εκείνο το δευτερόλεπτο, να το αναγνωρίζω, να το πανηγυρίζω, να το εκτιμώ.
Για την επιλογή ούτε ερώτημα, εννοείται μόνο μαργαρίτα θέλουν, λες και όλες οι άλλες πίτσες είναι πασπαλισμένες με τυρί από μίασμα.
Η ώρα της αναμενόμενης αναμονής (30-40 λεπτά) πέρασε απελπιστικά αργά και μαζί κλιμακώθηκαν οι βρυχηθμοί: «πότε επιτέλους θα φάμε ρε μπαμπά, κοντεύει ήδη μια ώρα» (για την ακρίβεια 45΄ ήταν, παίζαμε μόνο 5 λεπτά καθυστερήσεις). Στο επόμενο δευτερόλεπτο ο θεός της πίτσας έστειλε το σημάδι του, διαλύοντας με ένα κουδούνι την απειλή λιντσαρίσματος, σκορπώντας απλόχερα τη χαρά στο σπίτι. Έτσι είναι αυτά τα κουδούνια, αξίζουν διπλάσια και βάλε από το ίδιο το προϊόν του delivery.
Η χαρά του θεϊκού κουδουνίσματος δεν κράτησε πολύ.
Το χάρτινο πιτσοκαπάκι των 12 τεμαχίων άνοιξε βιαίως, πριν καν προλάβουν να σκουπίσουν οι λέοντες τα μoυσκεμένα από το υποτυπώδες πλύσιμο χέρια τους (το τελευταίο εμπόδιο πριν την πρώτη δαγκωνιά). Η μάχη της τελικής ευθείας πάντα σε κρατά ανήσυχο αν βλέπεις live το έργο. Αυτό που μαζί πλένουν, μαζί σκουπίζουν (είπαμε υποψία) μαζί τρέχουν (κολλημένοι πλάι πλάι και όπως όπως) προς το έπαθλο και διαγκωνιζόμενοι ανοίγουν το καπάκι με 4 χέρια, αν το ξέρετε, καταλαβαίνετε, αν όχι φανταστείτε το.
Μένεις εσύ ν΄ ακούς τη βρύση που παίζει μονότονη μουσική, επειδή κανένας δεν πρόλαβε να την κλείσει. Δίνεις τόπο στη οργή, πας μόνος και κλείνεις, είναι ιερή η ώρα αντάμωσης με τη πίτσα, σκέφτεσαι και τους δικαιολογείς. Αν θες πάντα βρίσκεις μια δικαιολογία.
Μεγάλο πρόβλημα:
«Τιιιιιιι? Ρε μπαμπά, τιιιι είναι αυτή η πίτσα! Δεν παρήγγειλες μαργαρίτα? Αυτή η αηδία είναι σπέσιααααλ, ποιος νουμπάς (μετάφραση: τιποτένιος που ΄λεγαν οι παλιοί και ένας θείος μου, καλή του ώρα) το έκανε»;
Η δεύτερη απειλή λιντσαρίσματος είναι πιο ισχυρή, μόνο η εμπειρία με σώνει. Οι άνθρωποι δυο πράγματα δεν αντέχουν. Την απώλεια και την αλλαγή. Και δεν είναι ώρα για αλλαγές ειδικά στη γεύση τώρα που τα λιοντάρια ίσα που κρατούν τα σάλια τους, εντός στοματικής κοιλότητας!
Εν μέσω σχετικής έντασης, παίρνω δύναμη από το πουθενά και συστήνω ψυχραιμία: «ηρεμήστε ρε, να πάρουμε τηλέφωνο να μάθουμε πως έγινε το λάθος.»
-Εγώ: «Γεια σας! Περιμέναμε μια πίτσα αρκετή ώρα και τώρα που ανοίξαμε είδαμε ότι δεν ήταν η μαργαρίτα που ζητήσαμε, αλλά μία σπέσιαλ που τα παιδιά δεν αγγίζουν". Το τελευταίο μάλλον ήταν περιττό να ειπωθεί αφού οι αποδοκιμασίες έπαιζαν διαπασών
Μικρή παύση από την άλλη μεριά. Ακολούθησε η λιτή απάντηση:
-"Ωχ κύριε συγγνώμη, θα σας στείλουμε αμέσως (άλλα 50 λεπτά, υπολογίζω στα γρήγορα) μια πίτσα μαργαρίτα" και συνέχισε με βόμβα: "μπορώ να καταλάβω ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσατε να πάθετε"
-Εγώ: "Ορίστε;" Κάπως σοκαρίστηκα με το τελευταίο, ακόμα ηχεί στ΄ αυτιά μου.
"Ε, εδώ που τα λέμε όχι και το χειρότερο, υπάρχουν κι άλλα χειρότερα που θα μπορούσαμε να είχαμε πάθει» έκανα ρελάνς και ξεκίνησα να σκέφτομαι από τα ελαφριά για να προλάβει η σκέψη μου σε ένα δευτερόλεπτο να πηδήξει ως καγκουρό και στα βαριά επεισόδια. Έτσι είναι οι σκέψεις, τρέχουν σαν τον ήχο, ειδικά στο κακό.
-"Καλά το χειρότερο θα ήταν αν δεν σας τη φέρναμε καθόλου" ολοκλήρωσε ο τύπος. Ευτυχώς δεν έφτασε τη σκέψη του εκεί που σκαρφάλωσε η δική μου.
Πάλι αστόχησες φίλε, σκέφτηκα από μέσα μου αν νομίζεις οτι αυτό ήταν το χειρότερο που θα μπορούσε να μου συμβεί. Αρκέστηκα να κλείσω το πινγκ πονγκ με τα χειρότερα που θα μπορούσαν να μας συμβούν και αφού πήρα μια υπόσχεση δωρεάν μαργαρίτας για την επόμενη ημέρα, έκλεισα.
Η σπέσιαλ εφαγώθη, με συνοπτικές διαδικασίες, θεατρικές αναγούλες και κατάρες. Μιλάμε για Πείνα..
Στα μαζέματα, κάπου διέκρινα ανέγγιχτο ένα κομμάτι που πάνω στην αναμπουμπούλα γλίτωσε. Το τσάκωσα στον αέρα. Ήταν η πιο γευστική μπουκιά που είχα δοκιμάσει στη ζωή μου, αντιλαμβανόμενος πως ήμουν ζωντανός σε ένα ζεστό σπίτι, με υγιή παιδιά, ικανός να τους προσφέρω μια πίτσα 12 τεμαχίων.
Από εκείνο το βράδυ, σκέφτομαι οι πίτσες να είναι μια υπενθύμιση γιορτής, ένα κουδούνι χαράς στο σπίτι. Να είναι το καλύτερο που συμβαίνει στη ζωή μου εκείνη την ώρα, εκείνο το δευτερόλεπτο, να το αναγνωρίζω, να το πανηγυρίζω, να το εκτιμώ.